- απλωτός
- -ή, -όεπίρρ. -ά επίπεδος, ομαλός, ρηχός: Βρήκαν ένα απλωτό μέρος κατάλληλο να καθίσουν, αλλά και να παίξουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄπλωτος — not navigated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπλωτος — η, ο (Α ἄπλωτός, ον) αυτός που δεν είναι πλωτός … Dictionary of Greek
απλωτός — ή, ό 1. απλωμένος, εκτεταμένος 2. (για άνθρωπο) ξαπλωμένος … Dictionary of Greek
ἄπλωτον — ἄπλωτος not navigated masc/fem acc sg ἄπλωτος not navigated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτοις — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτοισι — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτου — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτους — ἄπλωτος not navigated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτων — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτῳ — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)